Η οστεοαρθρίτιδα γενικά είναι η συχνότερη αρθροπάθεια στους ηλικιωμένους παγκοσμίως και η δεύτερη σε συχνότητα μετά την στεφανιαία νόσο σε άτομα ηλικίας 45 - 60 ετών.
Ειδικότερα η οστεοαρθρίτιδα του ισχίου είναι η δεύτερη σε συχνότητα αρθρίτιδα μετά αυτή του γόνατος στους ηλικιωμένους.
Στην Ελλάδα πιστεύουμε ότι αφορά περίπου το 13% ατόμων ηλικίας άνω των 60% και βεβαίως το ποσοστό αυτό αυξάνεται προιούσης της ηλικίας.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Εκτός της αυξημένης ηλικίας που ήδη αναφέρθηκε υπάρχουν πολλοί παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση της νόσου οι συχνότεροι των οποίων είναι οι ακόλουθοι:
Γυνακείο φύλο.
Κληρονομικότης.
Παχυσαρκία.
Προηγούμενοι τραυματισμοί στην περιοχή του ισχίου (κατάγματα, εξαρθρήματα, σοβαρές κακώσεις)
Επαγγέλματα με καταπόνηση του ισχίου ( συνεχείς κάμψεις, άρση βαρέων αντικειμένων με κάμψη )
Ρευματικά νοσήματα ( όπως ρευματοειδής αρθριτις).
Αθλήματα ( ποδόσφαιρο – άλματα ).
Συγγενή - κληρονομικά νοσήματα ( Συγγενές εξάρθρημα του ισχίου, νόσος Legg-Calve- Perthes).
ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΝΟΣΟΥ
Η οστεοαρθρίτιδα γνωρίζουμε ότι είναι μια πάθηση του αρθρικού χόνδρου ο οποίος αποτελεί το τελευταίο και πολύ ευαίσθητο στρώμα του οστού στις αρθρικές επιφάνειες. Ο αρθρικός χόνδρος αποτελείται από τα ακόλουθα συστατικά:
- Νερό ( 65 % - 80% )
- Χονδροκύτταρα ( 1 % - 2% )
- Εξωκυττάριος θεμέλιος ουσία : Κολλαγόνο κυρίως τύπου II, και πρωτεογλυκάνες.
- Αλλα σημαντικά συστατικά όπως ένζυμα ( μεταλλοπρωτεινάσες ) και αναστολείς ενζύμων.
Έτσι λοιπόν τα τελευταία χρόνια μετά από πολύχρονες μελέτες γνωρίζουμε σήμερα ότι η οστεαρθρίτιδα είναι μια πολυπαραγοντιακή νόσος που οδηγεί σε διαταραχή της ισορροπίας μεταξύ σύνθεσης και αποδόμησης του αρθρικού χόνδρου και του υποκείμενου οστού με τελικό αποτέλεσμα την προοδευτική καταστροφή της άρθρωσης του ισχίου. Αρχικά γνωρίζουμε ότι προσβάλλεται ο αρθρικός χόνδρος με διαταραχές στην σύνθεση κυρίως αλλά και στην αποδόμηση των βασικών του συστατικών όπως είναι τα χονδροκύτταρα, το κολλαγόνο και οι πρωτειγλυκάνες και στην συνέχεια προσβάλλεται ο αρθρικός υμένας, αυτή η πολύ σημαντική μεμβράνη που περιβάλλει τις αρθρώσεις μας. Έχουμε στην συνέχεια παραγωγή αρθρικού υγρού συνήθως πέραν του φυσιολογικού και συσσώρευση κυττάρων φλεγμονής όπως μακροφάγα και ιντερλευκίνες (κυρίως IL-1) τα οποία προοδευτικά οδηγούν στην καταστροφή της άρθρωσης του ισχίου και στην εμφάνιση της οστεοαρθρίτιδας.
ΣΤΑΔΙΑ ΒΛΑΒΗΣ ΑΡΘΡΙΚΟΥ ΧΟΝΔΡΟΥ
Μια αδρή ταξινόμηση στις μακροσκοπικές και ιστολογικές βλάβες που υφίσταται ο αρθρικός χόνδρος στην οστεοαρθρίτιδα αφορά τρία στάδια που είναι τα ακόλουθα:
ΣΤΑΔΙΟ I
O αρθρικός χόνδρος εμφανίζεται οιδηματώδης και με μικρορήξεις όπου χάνεται πλέον η λεία του επιφάνεια και εμφανίζει μικρορωγμές καθώς και υπερτροφία των χονδροκυττάρων του με περιοχές έντονου πολλαπλασιασμού αυτών.
ΣΤΑΔΙΟ II
Oι μικρορήξεις σιγά σιγά βαθαίνουν και εμφανίζονται πλέον ρωγμές και εντυπώματα στον αρθρικό χόνδρο που φτάνουν πλέον μέχρι το υποχόνδριο οστούν.
ΣΤΑΔΙΟ III
Στο τελικό πλέον στάδιο μικρά ή μεγάλα τμήματα του αρθρικού χόνδρου καταστρέφονται πλήρως, αποκολλώνται από το υποχόνδριο οστούν και αποπίπτουν μέσα στην άρθρωση δημιουργώντας δευτερογενώς φλεγμονή του αρθρικού υμένα ( υμενίτιδα ) και μικρή ή μεγάλη παραγωγή αρθρικού υγρού.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΟΣΤΕΟΑΡΘΡΙΤΙΔΑΣ
Η διάγνωση της νόσου θα γίνει από το καλό ιστορικό, την καλή κλινική εξέταση και στη συνέχεια η επιβεβαίωση της και η σταδιοποίηση της θα γίνει κυρίως από τον ακτινολογικό έλεγχο.
Έτσι λοιπόν από ένα καλό ιστορικό θα μπορέσουμε να ανιχνεύσουμε το οξύ της νόσου ή την χρονιότητα της και κυρίως πιθανούς παράγοντες κινδύνου όπου κάποιοι από αυτούς είναι μη τροποποιήσιμοι ( όπως η κληρονομικότητα ) αλλά κάποιοι είναι τροποποιήσιμοι ( παχυσαρκία, επάγγελμα ) και βεβαίως διορθώνοντας τους βοηθούμε τα μέγιστα στην θεραπεία της νόσου.
Στην συνέχεια μια καλή κλινική εξέταση μπορεί να μας διαφοροδιαγνώσει αν ένα άλγος στην περιοχή του ισχίου οφείλεται στην οστεοαρθρίτιδα του ισχίου ή κυρίως σε μια οσφυοισχιαλγία και θα πρέπει να εντοπίσουμε στην περιοχή της οσφύος.
Οι αιματολογικές εξετάσεις με την ΤΚΕ και την CRP κυρίως θα μας επιβεβαιώσουν ή μη την οξεία φλεγμονή της νόσου και ειδικότερες ρευματολογικές εξετάσεις την ύπαρξη ή μη ρευματικού νοσήματος.
Σαφέστατα όμως η διάγνωση και η σταδιοποίηση της νόσου θα γίνει με τον ακτινολογικό έλεγχο ο οποίος περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
- Απλές ακτινογραφίες FACE και PROFIL όπου μπορεί να δούμε την σκλήρυνση των αρθρικών επιφανειών ( καταστροφή του χόνδρου ), την στένωση του μεσαρθρίου διαστήματος και την ύπαρξη εκφυλιστικών αλλοιώσεων (οστεόφυτα ).
- Εάν οι απλές ακτινογραφίες είναι φυσιολογικές τότε ζητάμε αξονική ή μαγνητική τομογραφία για ύπαρξη αρχόμενων βλαβών.
- Σπάνια τέλος ζητάμε υπερηχογράφημα στην περιοχή του ισχίου για ανάδειξη υγρού στην άρθρωση και για δυναμική μελέτη των τενόντων της περιοχής.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η θεραπεία της οστεοαρθρίτιδας του ισχίου διακρίνεται σε συντηρητική και χειρουργική. Η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας για κάθε ασθενή ξεχωριστά οφείλεται στους κάτωθι παράγοντες:
- Ηλικία του ασθενούς.
- Επάγγελμα και γενική δραστηριότητα.
- Στάδιο της νόσου
- Γενική κατάσταση του ασθενούς και ύπαρξη πιθανών άλλων νοσημάτων (συνοσηρότητα) και
- Επίπεδο συνεργασίας με τον ασθενή.
Έτσι λοιπόν η συντηρητική θεραπεία της οστεοαρθίτιδας του ισχίου περιλαμβάνει τις οδηγίες προς τον ασθενή μας, την φαρμακευτική αγωγή, τις τοπικές θεραπείες και τις φυσικοθεραπείες.
Αρχικά λοιπόν οι οδηγίες που θα δώσουμε προς τον ασθενή μας αποσκοπούν στο να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής του και να αφαιρέσουμε στο βαθμό που μπορούμε τους επιβαρυντικούς παράγοντες της οστεοαρθρίτιδας όπως για παράδειγμα την παχυσαρκία.
Η φαρμακευτική μας αγωγή θα πρέπει να ξεκαθαρίζουμε από την αρχή στον ασθενή μας ότι είναι κυρίως αναλγητική αγωγή , δεν θεραπεύει την νόσο και γι αυτό θα πρέπει να δίνεται μόνο για όσο το δυνατόν πιο σύντομο διάστημα. Στην φαρέτρα των φαρμάκων μας έχουμε την παρακεταμόλη, τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, την κορτιζόνη και τα ισχυρά αναλγητικά όπως τα οποιούχα. Η δοσολογία των ανωτέρω φαρμάκων και ο χρόνος διάρκειας της θεραπείας θα πρέπει να καθορίζεται σαφώς από τον θεράποντα ιατρό.
Εκτός όμως από τα αναλγητικά φάρμακα τα τελευταία χρόνια έχουμε και τα τροποποιητικά φάρμακα της νόσου όπως είναι η διασερείνη, η θειική γλυκοζαμίνη, η θειική χονδροιτίνη και πολλά άλλα μόνα τους ή και σε συνδιασμό των ανωτέρω. Η μέχρι στιγμής πραγματικότητα για τα φάρμακα αυτά είναι ότι έχουν ένδειξη στα αρχικά στάδια της νόσου όπου θεωρούμε ότι ουσιαστικά επιβραδύνουν την εξέλιξη της, παρέχοντας θρεπτικά συστατικά για την επιβίωση των χονδροκυττάρων και κάποια ικανοποιητικά αποτελέσματα με βάση μεγάλες κλινικές μελέτες που έχουμε στα χέρια μας. Τέλος θα πρέπει προτού ξεκινήσουμε τα φάρμακα αυτά να ενημερώνουμε τους ασθενείς μας αφ ενός μεν για το προσδοκώμενο αποτέλεσμα και αφ ετέρου για το μακροχρόνιο διάστημα της θεραπείας μας που συνήθως κυμαίνεται από 1 χρόνο και άνω τουλάχιστον.
Οι τοπικές θεραπείες επεμβατικού τύπου περιλαμβάνουν την ενδαρθρική έγχυση ουσιών που κυρίως είναι η κορτιζόνη και το υαλουρονικό οξύ, η χρήση τους όμως διαφέρει ανάλογα με το στάδιο της νόσου και την ηλικία του ασθενούς.
Τέλος η χειρουργική θεραπεία έχει απόλυτη ένδειξη για τα τελικά στάδια της νόσου ( κλινικά και ακτινολογικά ) όπου ο πόνος κυρίως είναι σχεδόν συνεχής, ξυπνάει τον ασθενή απο τον ύπνο του ( νυκτερινό άλγος ) και βεβαίως μειώνει την καλή ποιότητα ζωής του ασθενούς μας με μειωμένη ή ελάχιστη δραστηριότητα.
Έτσι λοιπόν η χειρουργική θεραπεία περιλαμβάνει κυρίως την ολική αρθροπλαστική του ισχίου.